- Τάπια
- Νφρ. «σύνδρομο Τάπια»ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς μυός και η οποία προκαλείται από βλάβη τής κατώτερης μοίρας τού προμήκους ή τής βάσης τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Tapia's (syndrome), από το όν. τού Ισπανού γιατρού Τάπια].
Dictionary of Greek. 2013.